συγκολλήσιμος

συγκολλήσιμος
-ον, Α [συγκόλλησις]
1. κολλημένος μαζί
2. (για φύλλα παπύρου τα οποία απαρτίζουν κύλινδρο) αυτός που προέρχεται ή προκύπτει από συγκόλληση
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκολλήσιμον
έγγραφος κύλινδρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”